ἑσπερινά

ἑσπερινά
ἑσπερινός
neut nom/voc/acc pl
ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός
fem nom/voc/acc dual
ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἑσπερινά — Ἑσπερινός neut nom/voc/acc pl Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc/acc dual Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπερινάς — Ἑσπερινά̱ς , Ἑσπερινός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπερινάς — ἑσπερινά̱ς , ἑσπερινός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вечерьнии — (118) пр. 1.Пр. к вечеръ: къ б҃оу... и вечерьнюѭ: и заоутрьнѫю хвалоу: ||=въсылаи. (τὰ νυκτηρινά) Изб 1076, 112 113; оуже бывъшю годоу вечерьнюмоу. и се нѣкъто ѡ(т) богатыихъ принесе къръчагоу ЖФП XII, 53в; начатъ мл҃твоу творити вечернюю. съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Γνευτός, Παύλος — (Σύμη 1862 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1956). Ποιητής. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργαζόμενος παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Χαμουδόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων δημοσιογράφων. 1. Αντώνιος (Σμύρνη 1890 – ;). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή. Από το 1913 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου διετέλεσε συντάκτης πολλών εφημερίδων και αργότερα ανταποκριτής στη Ρώμη. Από το 1925 ήταν ανταποκριτής του… …   Dictionary of Greek

  • εσπερινός — ή, ό 1. βραδινός, νυχτερινός: Εσπερινά σχολεία. 2. το αρσ. ως ουσ., εσπερινός η βραδινή εκκλησιαστική ακολουθία: Σε λίγο θα σημάνει εσπερινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”